Όταν οι άσπονδοι εταίροι μας, μας διδάσκουν

 

Tου ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ, Συγγραφέα

Oι Γερμανοί είναι ένας λαός με δυναμισμό. Εργατικός, μεθοδικός, πειθαρχημένος. Γι’ αυτό και προκόβει. Σε όλους τους τομείς, στην επιστήμη, στην οικονομία, στα γράμματα και στις τέχνες. O δυναμισμός τους όμως αυτός καμιά φορά εκτρέπεται σε πολεμικό μένος. Και τότε η Γερμανία κάνει πόλεμο.
Αυτό έκανε δύο φορές μέσα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το πλήρωσε όμως ακριβά. Και στους δύο πολέμους, ιδίως στον δεύτερο, η Γερμανία δεν ηττήθηκε απλώς, εκμηδενίστηκε. Είχε εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες, έχασε εδάφη, διαμελίστηκε, υπέστη την κατοχή ξένων στρατών, επλήρωσε αποζημιώσεις, έχασε κορυφαίους επιστήμονες, τα εργοστάσιά της ή καταστράφηκαν ή αποσυναρμολογήθηκαν και φορτώθηκαν για τη Σοβιετική Ένωση, ταπεινώθηκε παντοιοτρόπως (σε πάνω από εκατό χιλιάδες υπολογίζονται οι Γερμανίδες που βιάστηκαν από σοβιετικούς στρατιώτες κατά την πτώση του Βερολίνου το 1945).
Όταν, λοιπόν, άρχισαν να συνέρχονται οι Γερμανοί από τα δεινά του πολέμου, είπαν να προφυλαχθούν στο μέλλον από τον κακό τους εαυτό. Και έβαλαν διάταξη στο σύνταγμά τους που τους απαγορεύει να κάνουν επιθετικό πόλεμο.
Τώρα, πού κολλάνε αυτά σε εμάς τους Έλληνες; Έχουμε και εμείς τα ελαττώματά μας. Ένα είναι, ότι επιλέγουμε συνήθως την εύκολη λύση. Και εύκολη λύση για το κράτος μας είναι και ο δανεισμός. Που όταν φουσκώνει, μας φέρνει στη θλιβερή κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα.
Μήπως, λοιπόν, όταν βγούμε από την κρίση ―λέω, όποτε βγούμε― και προβούμε στην αναθεώρηση του συντάγματος, θα πρέπει να βάλουμε και διάταξη ότι απαγορεύεται ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας ή, έστω, ότι θα γίνεται ύστερα από δημόσια συζήτηση και με αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής;
Μη σπεύσουν μερικοί να πουν, μα όλοι χρωστάνε και αυτή η Γερμανία. Χρωστάνε, αλλά έχουν να φάνε, δεν περιμένουν από τα δανεικά. Έπειτα, άλλο να χρωστάει το κράτος στο εσωτερικό και άλλο στα πιράνχας των διεθνών αγορών.
Η Ελλάδα άρχισε να δανείζεται πριν καλά – καλά γίνει κράτος, από το 1824, και δανείζεται συνεχώς.
Και καλά τότε (το 1824) είχαμε ανάγκη να αγοράσουμε ντουφέκια για να διώξουμε τον τύραννο. Και το 1923 πάλι, έπρεπε να περιθάλψουμε ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες που ήλθαν τσακισμένοι από τη Μ. Ασία. Άντε να είναι δικαιολογημένο και το 1893 («δυστυχώς επτωχεύσαμεν»), επειδή έγιναν κάτι έργα, σιδηρόδρομοι, ο Ισθμός της Κορίνθου, κ.ά.
Τον άλλο καιρό όμως; Τί ανάγκη υπήρχε να φτάσουμε το χρέος από 27% επί του ΑΕΠ το 1980 σε 141% το 2010; Εντάξει, «μαζί τα φάγαμε» κατά την παγκάλειο ρήση. Oι κλέφτες τα πολλά, εμείς οι άλλοι τα λίγα, κάτι αυξησούλες στους μισθούς και στις συντάξεις που αύξησαν, με τη σειρά τους, τον τζίρο στις καφετέριες και στα άλλα μαγαζιά.
Τώρα όμως τα πληρώνουμε. Δεν είναι μόνο οι άνεργοι (αληθινή τραγωδία), δεν είναι η δυσκολία της ζωής με τις περικοπές και τα χαράτσια, είναι και η καταλαλιά του κόσμου. Όλοι μας δακτυλοδειχτούν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Και εμείς μοιραίοι κι άβουλοι, που λέει ο ποιητής, προσμένουμε τη «δόση». Κατάπτωση!
Να αφήσει λοιπόν παρακαταθήκη η άφρων γενεά μας στις επόμενες γενεές την αποφυγή του δανεισμού. Να μάθουν και να μάθουμε και εμείς, έστω και τώρα, να περιοριζόμαστε στις δυνάμεις μας. Να απλώνουμε τα πόδια μας μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Και αν αυτά μουδιάζουν από το μάζωμα, να καταπιανόμαστε από μόνοι μας να αυγατίσουμε το πάπλωμα. Και να μην έχουμε ανάγκη κανέναν κύριο Σόιμπλε και καμία κυρία Λαγκάρντ.

Σχετικές δημοσιεύσεις